Λέξη: άναρθρος

Σχετικές λέξεις: άναρθρος

έναρθρος λόγος

Μεταφράσεις: άναρθρος

άναρθρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inarticulate

άναρθρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inarticulado, inarticulada, inarticulados, incapaz de expresarse, inarticuladas

άναρθρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unartikuliert, undeutlich, unartikulierte, unartikulierten, unartikuliertes

άναρθρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
muet, inarticulé, confus, indistinct, vague, incapable de se exprimer, inarticulée, inarticulés, inarticulées

άναρθρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inarticolato, inarticolata, inarticulate, inarticolati, disarticolato

άναρθρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inarticulado, inarticulada, desarticulado, inarticulados, desarticulada

άναρθρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprakeloos, ongeleed, onverstaanbare, onuitgesproken, onduidelijke

άναρθρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несочлененный, косноязычный, немой, невнятный, нечленораздельный, молчаливый, невнятное, нечленораздельное, нечленораздельные

άναρθρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uartikulert, inarticulate, uartikulerte

άναρθρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oartikulerad, oartikulerade, oartikulerat, inarticulate

άναρθρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanaton, mykkä, epäselvänä, epäselvä, epäselvästi äännetty

άναρθρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uartikulerede, umælende, uartikuleret, inarticulate

άναρθρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezřetelný, neartikulovaný, němý, nejasný, nesrozumitelný, neschopný slova, těžkopádný

άναρθρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezrozumiały, niewyraźny, niemy, nieartykułowany, wysłowić, nieartykułowanego

άναρθρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
artikulálatlan, tagolatlan, artikulátlan, artikulálatlanul, a tagolatlan

άναρθρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dilsiz, anlaşılmaz, inarticulate, derdini anlatamayan, eklemsiz

άναρθρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невміло, невправно, невиразний, невиразна, невиразне, невиразну

άναρθρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paqartë, paqartë, memec, panjyëtuar, i panjyëtuar

άναρθρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нечленоразделен, нечленоразделни, неизразим, нечленоразделно, неясен

άναρθρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
невыразны, усхваляваны, цьмяны, ціхенькі, няўцямны

άναρθρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõnevõimetu, segane, väljendusraskustega, Tumm, lingulaatide, Ebaselge, Sanaton, Ebaselgelt äännetty

άναρθρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nijem, nemušti, nerazgovjetan, neartikuliran, nerazumljivo, neartikulirane

άναρθρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inarticulate

άναρθρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bežadis, Inarticulate, Neartikulēts, neaiškus, neartikuliuotas

άναρθρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nerunīgs, neskaidrs, neartikulēts, nesavienots

άναρθρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неартикулирани, неартикулирано, нечленоразделното, сослушаат во нечленоразделното

άναρθρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incoerent, nearticulat, nearticulate, nearticulată, mut

άναρθρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nem

άναρθρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemý, tichý, nemého
Τυχαίες λέξεις