Произвольно στα ελληνικά
Μετάφραση: произвольно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκουσίως, εκούσια, εθελοντικά, αυθαίρετα, αυθαιρέτως, αυθαίρετο, αυθαίρετη, τρόπο αυθαίρετο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глянец στα ελληνικά - λάμπω, λουστράρω, γυαλίζω, εξήγηση, στιλβώνω, λούστρο, γυαλάδα, ...
- гомогенетический στα ελληνικά - ομοιογενές, ομοιογενή, ομοιογενής, ομογενές, ομογενής
- делегат στα ελληνικά - αντιπροσωπευτικός, παραστατικός, αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπο, αντιπρόσωπο
- дружный στα ελληνικά - φιλικός, ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
Τυχαίες λέξεις
Произвольно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκουσίως, εκούσια, εθελοντικά, αυθαίρετα, αυθαιρέτως, αυθαίρετο, αυθαίρετη, τρόπο αυθαίρετο
Μεταφράσεις: εκουσίως, εκούσια, εθελοντικά, αυθαίρετα, αυθαιρέτως, αυθαίρετο, αυθαίρετη, τρόπο αυθαίρετο