Λέξη: ταυτόχρονα

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα μετάφραση

Μεταφράσεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simultaneously, concurrently, while, same time, together

ταυτόχρονα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simultáneamente, mismo tiempo, al mismo tiempo, simultánea, forma simultánea

ταυτόχρονα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zutreffend, simultane, gleichzeitig, simultan, zugleich, gleichzeitigen, gleichzeitige

ταυτόχρονα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parallèlement, simultanément, ensemble, même temps, en même temps, fois, la fois

ταυτόχρονα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contemporaneamente, simultaneamente, contemporanea, allo stesso tempo, simultanea

ταυτόχρονα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo

ταυτόχρονα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk

ταυτόχρονα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
враз, дружно, параллельно, одновременно, одновременного, одновременном

ταυτόχρονα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtidig

ταυτόχρονα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtidigt, samtidig, simultant, att samtidigt

ταυτόχρονα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
samanaikaisesti, yhtaikaa, yhtäaikaisesti, samalla, yhtä aikaa, samaan aikaan

ταυτόχρονα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtidigt, samtidig, samme tid, på samme tid, tid

ταυτόχρονα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souběžně, současně, simultánně, zároveň, najednou

ταυτόχρονα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
równocześnie, równolegle, jednocześnie, zbieżnie, jednoczesnego, jednoczesne, jednoczesnym

ταυτόχρονα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyidejűleg, egyszerre, egyidejű, párhuzamosan, időben

ταυτόχρονα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aynı anda, eş zamanlı, eşzamanlı, eş zamanlı olarak, aynı zamanda

ταυτόχρονα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паралельно, одночасно, водночас

ταυτόχρονα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njëherësh, njëjtën kohë, të njëjtën kohë, njëkohësisht, në të njëjtën kohë

ταυτόχρονα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
едновременно, едновременно с, същевременно, едновременно да

ταυτόχρονα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адначасова, адначасна

ταυτόχρονα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samaaegselt, üheaegselt, samal ajal, korraga, samal

ταυτόχρονα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istodobno, istovremeno, simultano, je istovremeno, isto

ταυτόχρονα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samtímis, sama tíma, á sama tíma, jafnframt, einu

ταυτόχρονα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuo pat metu, vienu metu, tuo pačiu metu, kartu, vienu

ταυτόχρονα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienlaicīgi, vienlaikus, reizē

ταυτόχρονα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истовремено, едновремено, симултано, истовремено се, истовремено да

ταυτόχρονα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simultan, același timp, în același timp, simultană

ταυτόχρονα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hkrati, istočasno, sočasno, simultano, obenem

ταυτόχρονα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zároveň, súčasne, aj, pričom

Στατιστικά δημοτικότητας: ταυτόχρονα

Τυχαίες λέξεις