Прокалывание στα ελληνικά
Μετάφραση: прокалывание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, τσίμπημα, τσιμπήματος, τραυματισμόν, pricking, που τσιμπούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выключатель στα ελληνικά - αλλάζω, διακόπτης, αλλαγή, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- гоби στα ελληνικά - Γκόμπι, Gobi, τεχνολογία Gobi, Γκόμπι της
- дегенеративный στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλιστική, εκφυλιστικές, εκφυλιστικών, εκφυλιστικής, των εκφυλιστικών
- достраивать στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολόκληρος, περατώνω, κτίριο, ...
Τυχαίες λέξεις
Прокалывание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, τσίμπημα, τσιμπήματος, τραυματισμόν, pricking, που τσιμπούν
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, τσίμπημα, τσιμπήματος, τραυματισμόν, pricking, που τσιμπούν