Λέξη: επικράτηση

Σχετικές λέξεις: επικράτηση

επικράτηση english, επικράτηση συνώνυμα, επικράτηση συνώνυμο, επικράτηση του χριστιανισμού

Συνώνυμα: επικράτηση

κυριότητα, υπεροχή, γενίκευση, επικράτηση ιδέων, υπερίσχυση

Μεταφράσεις: επικράτηση

επικράτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prevalence, predominance, dominance, preponderance, prevalence of

επικράτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
predominio, prevalencia, la prevalencia, prevalencia de, prevalencia del

επικράτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überhandnehmen, Häufigkeit, Vorherrschen, Vorherrschaft, Prävalenz, Verbreitung

επικράτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suprématie, prévalence, avantage, supériorité, prépondérance, prédominance, la prévalence, prévalence du, prévalence de, la prévalence du

επικράτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prevalenza, diffusione, la prevalenza, di prevalenza, prevalenza di

επικράτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predomínio, prevalência, prevalência de, a prevalência, prevalências

επικράτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overwicht, prevalentie, de prevalentie, prevalentie van

επικράτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распространенность, преимущество, предпочтение, преобладание, превосходство, заболеваемость, распространение, распространенности, показатель распространенности

επικράτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utbredelsen, prevalens, prevalensen, forekomsten, utbredelse

επικράτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prevalens, prevalensen, förekomsten, förekomst, utbredning

επικράτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleisyys, enemmistö, määräenemmistö, levinneisyys, esiintyvyys, esiintyvyyden, esiintyvyyttä

επικράτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prævalens, forekomsten, forekomst, udbredelsen, prævalensen

επικράτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převaha, převládání, prevalence, výskyt, prevalenci, výskytu

επικράτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpowszechnienie, powszechność, chorobowość, przewaga, częstość występowania, występowanie, częstość

επικράτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prevalenciája, előfordulása, prevalencia, előfordulási, előfordulás

επικράτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaygınlık, prevalansı, prevalans, yaygınlığı, sıklığı

επικράτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поширеність, розповсюдженість

επικράτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përhapje, mbizotërim, prevalenca, prevalenca e, prevalencë

επικράτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преобладаване, разпространението, разпространение, разпространението на, разпространение на

επικράτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распаўсюджанасць, распаўсюджанасьць

επικράτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valdavus, levimus, levimuse, esinemissagedus, levimust, esinemissageduse

επικράτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadmoćnost, pretežnost, rasprostranjenost, prevalencija, učestalost, pojavnost, prevalencije

επικράτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
algengi, tíðni, útbreiðsla

επικράτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paplitimas, paplitimo, paplitimą, dažnis, paplitimo lygis

επικράτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izplatība, izplatību, izplatības, pārsvars, prevalence

επικράτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преваленцијата, преваленцата, преваленција, преваленца, распространетоста

επικράτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răspândire, prevalenta, prevalență, prevalența, prevalenței

επικράτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razširjenost, prevalenca, prevalence, prevalenco, obolevnost

επικράτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozmach, převládání
Τυχαίες λέξεις