Прокалывать στα ελληνικά
Μετάφραση: прокалывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροζ, κέντημα, τσιτώνω, κεντώ, τρυπώ, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί
Μεταφράσεις
- баржа στα ελληνικά - κιβωτός, μαούνα, φορτηγίδα, φορτηγίδας, φορτηγίδες, φορτηγίδος, φορτηγίδων
- господа στα ελληνικά - ποιότητα, κύριοι, συνάδελφοι, κυρίων, κύριοι συνάδελφοι, κύριοι βουλευτές
- директорский στα ελληνικά - προεδρικός, διευθυντικός, σκηνοθετικό, Το σκηνοθετικό, σκηνοθετική, σκηνοθετικής, σκηνοθετικό του
- заблагорассудиться στα ελληνικά - σαν, συμπαθώ, έρχομαι, νομίζω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, όπως, ...
Τυχαίες λέξεις
Прокалывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροζ, κέντημα, τσιτώνω, κεντώ, τρυπώ, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί
Μεταφράσεις: ροζ, κέντημα, τσιτώνω, κεντώ, τρυπώ, διατρυπώ, διαπερώ, διαπερνήστε, Pierce, τρυπηθεί