Λέξη: συμπατριώτης

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση

Συνώνυμα: συμπατριώτης

πατριώτης, συμπολίτης, χωριάτης

Μεταφράσεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compatriot, countryman, fellow countryman, fellow, compatriot of

συμπατριώτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conciudadano, compatriota, paisano, su compatriota, campesino, a su compatriota

συμπατριώτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landsmann, Landbewohner, Lands, Landsmann, Landmann, Bauer

συμπατριώτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compatriote, paysan, campagnard, son compatriote, compatriotes

συμπατριώτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, contadino, connazionale, concittadino, conterraneo

συμπατριώτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício

συμπατριώτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landgenoot, Countryman, boer, landman, landsman

συμπατριώτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соотечественник, соотечественница, земляк, земляка, земляком, соотечественника

συμπατριώτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landsmann, Countryman, Ryman, lands, landsmannen

συμπατριώτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
landsman, Countryman, Ryman, lands, landsmannen

συμπατριώτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maanmies, Countryman, maanmiehensä, maanmieheni, maalainen

συμπατριώτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
landsmand, bonde, landsmanden, bonden

συμπατριώτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krajan, krajana, venkovan, spoluobčan

συμπατριώτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rodak, ziomek, krajan, countryman, chłop

συμπατριώτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
honfitárs, vidéki ember, honfitársa, honfitársának, honfitársával

συμπατριώτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taşralı, Countryman, köylü, The Countryman, Vatandaşı

συμπατριώτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співвітчизник, земляк, земляче

συμπατριώτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshatar, Countryman, Kantrimen, Bashkëpatrioti i, Bashkëpatrioti

συμπατριώτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сънародник, сънародника, съотечественик, селянин, земляк

συμπατριώτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зямляк, земляк

συμπατριώτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasmaalane, kaasmaalase, talumees, countryman, kaasmaalasele

συμπατριώτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zemljak, Countryman, sunarodnjak, zemljaka, seljak

συμπατριώτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
landa, samlandi

συμπατριώτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaimietis, tautietis, tėvynainis, padaryti tautietis, Krajan

συμπατριώτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laucinieks, tautietis, zemnieks

συμπατριώτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сонародник, Кантримен, земјак, сонародникот

συμπατριώτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
compatriot, concetățean, Countryman, compatriotul, conaționalul

συμπατριώτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krajan, rojak, rojaka, Countryman, Sunarodnik

συμπατριώτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krajan, krajana, krajanom
Τυχαίες λέξεις