Прокапывать στα ελληνικά
Μετάφραση: прокапывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, κέντρισμα, νύξη, σαρκασμός, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις
- вживлять στα ελληνικά - εμφυτεύω, εμφύτευμα, εμφυτεύματος, μοσχεύματος, εμφύτευσης, εμφύτευση
- высеять στα ελληνικά - σπέρνω, ενσπείρω, vysejat
- вытяжка στα ελληνικά - ζωγραφιά, τέντωμα, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- дол στα ελληνικά - κούκλα, λαγκάδι, κοιλάδα, Dale, Ο Dale, τον Dale
Τυχαίες λέξεις
Прокапывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, κέντρισμα, νύξη, σαρκασμός, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: σκάβω, κέντρισμα, νύξη, σαρκασμός, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει