Прокладывать στα ελληνικά

Μετάφραση: прокладывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βυθίζομαι, μεταφέρω, διάλειμμα, κοσμικός, στρώνω, ίχνος, αντεπίθεση, κουβαλώ, διάλλειμα, ναυαγώ, ξαπλώνω, νεροχύτης, οδηγώ, μονοπάτι, ανάστημα, κορμοστασιά, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Прокладывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автогужевой στα ελληνικά - οχημάτων, των οχημάτων, τροχαία, αμαξιτές
  • безделье στα ελληνικά - απραξία, αργία, απραξίας, τεμπελιά, η αδράνεια
  • волнующий στα ελληνικά - συναισθηματικός, συνταρακτικός, δραματικός, σοβαρός, συγκινητικός, σεμνοπρεπής, συναρπαστικός, ...
  • враждебный στα ελληνικά - φαρμακερός, αντίπαλος, δυσμενής, εχθρικός, εχθρικό, εχθρική, εχθρικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Прокладывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βυθίζομαι, μεταφέρω, διάλειμμα, κοσμικός, στρώνω, ίχνος, αντεπίθεση, κουβαλώ, διάλλειμα, ναυαγώ, ξαπλώνω, νεροχύτης, οδηγώ, μονοπάτι, ανάστημα, κορμοστασιά, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει