Μονοπάτι στα ρωσικά

Μετάφραση: μονοπάτι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
путь, протоптать, колея, трек, отыскать, стезя, траектория, гусеница, тракт, фарватер, выслеживание, дорога, ипподром, след, трак, большак, дорожка, тропа
Μονοπάτι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπάτι

μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι συνώνυμα, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι δωμάτια & διαμερίσματα, μονοπάτι των κενταύρων, μονοπάτι λεξικό γλώσσας ρωσικά, μονοπάτι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • μονοκόμματος στα ρωσικά - непонятливый, затуплять, искренний, тупой, грубоватый, иступить, резкий, ...
  • μονομαχία στα ρωσικά - поединок, дуэль, единоборство, дуэли, поединка, дуэльный
  • μονοπάτια στα ρωσικά - тропа, тропинка, траектория, дорожка, путь, стезя, дорога, ...
  • μονοπώλιο στα ρωσικά - монополия, монополии, монополией, монополию, монополистический
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: путь, протоптать, колея, трек, отыскать, стезя, траектория, гусеница, тракт, фарватер, выслеживание, дорога, ипподром, след, трак, большак, дорожка, тропа