Пролежать στα ελληνικά
Μετάφραση: пролежать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- депеша στα ελληνικά - άγγελμα, μήνυμα, αποστολής, αποστολή, την αποστολή, της αποστολής
- елец στα ελληνικά - λευκίσκος, Dace, Το Dace, του Dace
- жилистый στα ελληνικά - νευρώδης, νευρικό, συρμάτινος, νευρικός, νευρώδες
- заботливый στα ελληνικά - προσεκτικός, μαλακός, αγχώδης, ζηλιάρης, γνωστικός, ανήσυχος, τρυφερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Пролежать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα