Λέξη: ψαχουλεύω

Σχετικές λέξεις: ψαχουλεύω

ψαχουλεύω στα αγγλικα, ψαχουλεύω συνώνυμα

Μεταφράσεις: ψαχουλεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grope, He fumbles, fumbles
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tentar, Él, se, que, El, que él
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Er, ihm, er sich
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
palper, tâtonner, tripoter, tâter, il, qu'il, il a
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tastare, Lui, Egli, Ha, Si, E
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ele, que, que ele, se
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voelen, betasten, bevoelen, tasten, hij, dat hij, hem
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ощупывать, искать, нащупывать, нащупать, нашаривать, прощупывать, Он, Ему, него, его
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
han, at han
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Han, att han, honom, som han
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kähmiä, haparoida, tavoitella, hamuta, hamuilla, Hän, hänen, hänellä, häneltä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Han, at han
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohmatávat, hmatat, šátrat, tápat, On, že, Ten, mu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
macać, On, że, mu, który
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ő, azt, úgy, aki, õ
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
O, diye, onun, de
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шукати, шукаючи, обмацувати, намацайте, він, вона
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ai, ai e, ai i, që ai, ai u
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Той, Той се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ён
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kobama, Ta, tema, tal, et ta, Ta on
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pipati, On, On je, je, Bio, je on
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hann, hann er, að hann, sem hann, er hann
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Jis, jam, kamuolys, prasiveržias
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viņš, viņam, tas, viņa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тој, тој се, тој го, Ја
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
El, El a, a, mingea, Acesta
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
on, je, bil, on je, mu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
on
Τυχαίες λέξεις