Пролить στα ελληνικά
Μετάφραση: пролить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, υπόστεγο, ρίξει, να ρίξει, ρίξουν, ρίχνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болеутоляющий στα ελληνικά - αναλγητικός, αναλγητικό, αναλγητική, αναλγητικές, αναλγητικού, αναλγητικά
- деканство στα ελληνικά - πρυτανεία, Κοσμητεία, deanery, Πρυτανείας, Κοσμητείας
- денонсирование στα ελληνικά - καταγγελία, καταγγελίας, η καταγγελία, την καταγγελία, της καταγγελίας
- дыхало στα ελληνικά - blowhole, μικρών διάκενων
Τυχαίες λέξεις
Пролить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, υπόστεγο, ρίξει, να ρίξει, ρίξουν, ρίχνουν
Μεταφράσεις: καλύβα, αποβάλλω, παράγκα, υπόστεγο, ρίξει, να ρίξει, ρίξουν, ρίχνουν