Λέξη: αναβάτης

Σχετικές λέξεις: αναβάτης

αναβάτης του αρτεμισίου, αναβάτης συνώνυμα, αναβάτης θεσσαλονίκη

Συνώνυμα: αναβάτης

ιππηλάτης εν ιπποδρόμιω, απατεών, απατεώνας, τζόκεϋ

Μεταφράσεις: αναβάτης

αναβάτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jockey, rider, rider is

αναβάτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jockey, jinete, jinete de, el jinete, jockey de

αναβάτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passagier, fahrgast, reiter, schummeln, jockei, Jockey

αναβάτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annexe, jockey, friponner, cavalier, carotter, passager, tricher, tromper, abuser, duper, escroquer, le jockey, jockey de

αναβάτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavaliere, fantino, jockey, puleggia tenditrice

αναβάτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passageiro, passeio, cavaleiro, cavalgar, jóquei, jockey, jóquei de, O jóquei, do jóquei

αναβάτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzittende, ruiter, bijlage, passagier, aanhangsel, appendix, jockey, jockey van

αναβάτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приложение, ридерс, предмет, седок, заключение, наездник, гонщик, вывод, обманщик, жокей, плут, поправка, прибавление, пассажир, ездок, дополнение, жокея, жокеем

αναβάτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jockey, rytter, støtte, av Jockey

αναβάτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ryttare, jockey, cyklist, jockeyen, jockeyn

αναβάτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ohjastaa, matkustaja, ammattiratsastaja, kuski, ratsastaja, kuljettaja, ajaja, kilpailla, jockey, jockeyt, jockeyn

αναβάτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jockey, støttehjul, jokey

αναβάτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šidit, švindlovat, klamat, jezdec, ošidit, žokej, Jockey, jezdecký, žokeje, žokejem

αναβάτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dżokej, brać, nabrać, oszukać, wycyganić, szachrować, kpić, jeździec, okpić, rowerzysta, oszukiwać, alonż, jockey, dżokeja, podporowe, dżokeje

αναβάτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolósúly, lovász, toldat, záradék, vándorkobzos, vándorlantos, zsoké, Jockey, a zsoké, zsokéja

αναβάτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
binici, yolcu, süvari, jokey, jockey, bir jokey, jokeyi

αναβάτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алея, прогулянка, диск-жокей, кататися, їзда, жокей

αναβάτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëtar, kalorës, kalorësi, kalorës të, kalorës i, kalorës me

αναβάτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жокей, Jockey, жокейски, жокей на

αναβάτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жакей, каўбой

αναβάτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõitja, ratsanik, džoki, jockey, manööverdama, Hotellid Jockey

αναβάτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jahač, ispravka, dopuna, džokej, jockey, jahati

αναβάτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
knapi, Plötusnúðurinn, Jockey, Veðreiðaknapi

αναβάτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keleivis, keleivinis, žokėjus, gudrumu, Jockey, menestrelis

αναβάτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasažieris, žokejs, Jockey, žokeju, piekrāpt

αναβάτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
џокеј, помошното, и помошното, џокејот

αναβάτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasager, jocheu, Jockey, jocheu al, jockeu, de jocheu

αναβάτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jezdec, jockey, lahek, nagajivo, Manevrirati, jahajte konje

αναβάτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bokej, džokej, žokej, jazdec, jockey
Τυχαίες λέξεις