Проломить στα ελληνικά

Μετάφραση: проломить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάσιμο, παραβίαση, ρήγμα, κάταγμα, θλάση, αθετώ, διχοτομία, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, παραβιάζω, σπάζω, κτύπησε, νικήσει, κερδίσει, κτυπήσει, νίκησε
Проломить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антракт στα ελληνικά - διάλειμμα, διάστημα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
  • всецело στα ελληνικά - εντελώς, πλήρως, αρκετά, όλες, όλα, απολύτως, σωματικά, ...
  • десантный στα ελληνικά - αμφίβιος, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
  • домочадцы στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
Τυχαίες λέξεις
Проломить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάσιμο, παραβίαση, ρήγμα, κάταγμα, θλάση, αθετώ, διχοτομία, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, παραβιάζω, σπάζω, κτύπησε, νικήσει, κερδίσει, κτυπήσει, νίκησε