Промедлить στα ελληνικά

Μετάφραση: промедлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθυστέρηση, καθυστερώ, επιμένω, βραδυπορώ, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Промедлить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушерка στα ελληνικά - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
  • бушель στα ελληνικά - μοδίο, βατσέλι, μόδι, μέδιμνο, μπούσελ
  • гватемалка στα ελληνικά - Γουατεμάλα, Γουατεμάλας, της Γουατεμάλας, της Γουατεμάλα, τη Γουατεμάλα
  • дифференцировать στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Промедлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθυστέρηση, καθυστερώ, επιμένω, βραδυπορώ, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως