Промочить στα ελληνικά
Μετάφραση: промочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρέχω, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афера στα ελληνικά - κερδοσκοπία, κομπιναδόρος, απάτη, δόλος, εικασία, απάτης, scam, ...
- газонокосилка στα ελληνικά - μπικουτί, χορτοκόπτης, μηχανή του γκαζόν, χλοοκοπτικό, θεριστή χορτοταπήτων, χλοοκοπτική μηχανή
- дестабилизировать στα ελληνικά - αποσταθεροποιήσει, αποσταθεροποιούν, αποσταθεροποιήσουν, αποσταθεροποιεί, αποσταθεροποίηση
- дудеть στα ελληνικά - σωλήνας, πίπα, αυλός, παίζουν, παίξουν, να παίξει, παίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Промочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρέχω, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Μεταφράσεις: βρέχω, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού