Промучить στα ελληνικά
Μετάφραση: промучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, να βασανίζεται, βασανίζονται, θα βασανιστεί, βασανίζεται, και θα βασανιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздымать στα ελληνικά - ανατρέφω, υψώνω, αναστηλώνω, σηκώνω, ανύψωση, ανάταση, ανύψωσης, ...
- второразрядный στα ελληνικά - δεύτερης ποιότητας, δεύτερης, δεύτερης κατηγορίας, δεύτερης διαλογής, δευτέρας τάξεως
- выкормить στα ελληνικά - πισινός, ανατρέφω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε
- датский στα ελληνικά - Δανός, δανικός, δανική, της Δανίας, δανικής
Τυχαίες λέξεις
Промучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, να βασανίζεται, βασανίζονται, θα βασανιστεί, βασανίζεται, και θα βασανιστεί
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, να βασανίζεται, βασανίζονται, θα βασανιστεί, βασανίζεται, και θα βασανιστεί