Промывать στα ελληνικά

Μετάφραση: промывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, λούζομαι, ξεπλένω, χτενίζω, πλένω, πλύνω, αρδεύω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Промывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блуд στα ελληνικά - πορνεία, πορνείας, την πορνεία, μοιχεία, πορνείαν
  • воз στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, ...
  • войска στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, στρατιωτικός, διάταξη, στρατεύματα, στρατευμάτων, στρατιώτες, στρατεύματά, ...
  • втрое στα ελληνικά - τριπλός, τριπλή, τριπλό, τριπλάσια, τριπλάσιο
Τυχαίες λέξεις
Промывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, λούζομαι, ξεπλένω, χτενίζω, πλένω, πλύνω, αρδεύω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος