Прорываться στα ελληνικά
Μετάφραση: прорываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, σχίζω, σκίζω, διάλλειμα, δάκρυ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- втаскивать στα ελληνικά - εκχύλισμα, αποσπώ, να, για, σε, με, για να
- дельтапланерист στα ελληνικά - ανεμόπτερα, Τα ανεμόπτερα, ανεμοπλάνα, ανεμοπλάνων, Gliders
- едко στα ελληνικά - δηκτικώς, δριμέως, τρόπο προσβλητικό, τρόπο προσβλητικό για, καυτηρίαζε
Τυχαίες λέξεις
Прорываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, σχίζω, σκίζω, διάλλειμα, δάκρυ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, σχίζω, σκίζω, διάλλειμα, δάκρυ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης