Прослушивать στα ελληνικά
Μετάφραση: прослушивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензол στα ελληνικά - βενζόλιο, βενζολίου, το βενζόλιο, βενζίνη, βενζολο
- восхищение στα ελληνικά - ευφροσύνη, έκσταση, θαυμασμός, ηδονή, εντρυφώ, χαρά, θαυμασμό, ...
- гватемалец στα ελληνικά - Γουατεμάλα, Γουατεμάλας, της Γουατεμάλας, της Γουατεμάλα, τη Γουατεμάλα
- декартовский στα ελληνικά - καρτεσιανό, καρτεσιανή, καρτεσιανές, Καρτεσιανού, Καρτεσιανών
Τυχαίες λέξεις
Прослушивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε