Οξύς στα αγγλικά

Μετάφραση: οξύς, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acid, acute, sharp, pang, twanging, piercing
Οξύς στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οξύς

keen
  • κοφτερός
  • οξύς
  • τσουχτερός
  • κοπτερός
  • δριμύς
  • σφοδρός
acute
  • έντονος
  • οξύνους
  • οξύς
piked
  • οξύς
  • μυτερός
sharp
  • κοφτερός
  • κοπτερός
  • αιχμηρός
  • οξύς
  • ριμύς
  • πανούργος
smart
  • έξυπνος
  • οξύς
  • δριμύς
  • ξύπνιος
  • ζωηρός
  • κομψός
shrill
  • διαπεραστικός
  • διάτορος
  • οξύς
crucial
  • αποφασιστικός
  • σταυροειδής
  • καίριος
  • κρίσιμος
  • οξύς
  • αυστηρός
pointed
  • οξύς
  • δηκτικός
  • αιχμηρός
pungent
  • πικάντικος
  • οξύς
  • δριμύς
  • τσουχτερός
cuspidal
  • μυτερός
  • οξύς
piercing
  • οξύς
  • διαπεραστικός
screechy
  • τραχύς
  • οξύς
twanging
  • οξύς
cuspidate
  • μυτερός
  • οξύς
trenchant
  • οξύς
  • κοφτερός
  • δριμύς
  • κοπτερός
cuspidated
  • οξύς
  • μυτερός

Σχετικές λέξεις: οξύς

οξύς κλίση, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στα πλευρά, οξύς πόνος στην κοιλιά, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς λεξικό γλώσσας αγγλικά, οξύς στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οξύνοια στα αγγλικά - acumen, astuteness, acuteness, sagacity, subtlety
  • οξύνω στα αγγλικά - exacerbate, acidify, sharpen
  • οξύτητα στα αγγλικά - asperity, acerbity, acidity, sharpness, acuteness, acuity, acidity of
  • οπή στα αγγλικά - aperture, hole, bore, orifice, opening
Τυχαίες λέξεις
Οξύς στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: acid, acute, sharp, pang, twanging, piercing