Просовывать στα ελληνικά

Μετάφραση: просовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, έξω, ώθηση, σπρώξτε, ωθήσει, πιέστε, πιέσει
Просовывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аппендицит στα ελληνικά - σκωληκοειδίτιδα, σκωληκοειδίτιδας, η σκωληκοειδίτιδα, τη σκωληκοειδίτιδα
  • взойти στα ελληνικά - αναρριχώμαι, ανεβαίνω, όρος, αυξάνομαι, πηγαίνω, βουνό, ανεβείτε, ...
  • галлий στα ελληνικά - γάλλιο, γαλλίου, του γαλλίου, το γάλλιο
  • заваруха στα ελληνικά - κινούμαι, αναταραχή, σάλος, αναδεύω, κινώ, ανακατεύω, φασαρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Просовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, έξω, ώθηση, σπρώξτε, ωθήσει, πιέστε, πιέσει