Λέξη: μέρα

Σχετικές λέξεις: μέρα

ημέρα μουσείων, ημέρα της μητέρας, μέρα μεσημέρι, μέρα μέρωσε, μέρα μαγιού μου μίσεψες μέρα μαγιού σε χάνω, ημέρα της γυναίκας, μέρα μαγιού, ημέρα της γης, ημέρα ανεξαρτησίας, μέρα της μαρμότας, μια μέρα

Συνώνυμα: μέρα

ημέρα

Μεταφράσεις: μέρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
day, day of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
día, diurno, día de, el día, los días, dia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tagesablauf, tag, Tag, Tages, täglich, heute
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quotidien, jour, journalier, diurne, journée, les jours, la journée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giorno, giornata, giorni, il giorno, giorno in
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amanhecer, dia, manhã, alvorecer, dia de, o dia, os dias
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dag, dagen, de dag, daagse, dag van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
период, срок, пласт, пора, сутки, светопреставление, день, время, победа, ясли, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dag, dagen, dagers, day
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dag, dygn, dagen, dagars, dagar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päivä, vuorokausi, päivänä, päivän, päivässä, päivää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dag, dagen, dages, dagene
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čas, denní, den, dne, denně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nakład, dzionek, dzień, doba, dnia, dziennie, dniu, day
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nappal, nap, napos, napján, napi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gündüz, gün, günlük, günde, günü, bir gün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
період, епоха, перемога, пласт, дочасно, померти, день, дня
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ditor, dita, ditë, ditën, ditë të, ditën e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ден, дневно, деня, днес
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзень, день
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajajärk, päev, aeg, päeval, päeva, päevas, päevast
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dan, dana, dnevno, dnevna, danu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dagur, dag, degi, daginn, daga
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dies
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diena, dieną, dienos, dienų, parą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diena, dienu, dienā, dienas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ден, денот, дневно, денот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zi, ziua, de zi, zilei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dan, dnevno, dneh, dne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
deň, denní, den, dátum, dňa

Στατιστικά δημοτικότητας: μέρα

Τυχαίες λέξεις