Простор στα ελληνικά
Μετάφραση: простор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρος, μέρος, διάστημα, εμβέλεια, πλάτος, φάσμα, δωμάτιο, ελευθερία, χώρος, περιοχή, διακυμαίνομαι, παίζω, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесподобный στα ελληνικά - ένας, ένα, μία, απαράμιλλος, απαράμιλλη, απαράμιλλο, ασύγκριτη, ...
- бура στα ελληνικά - βόραξ, βόρακα, βόρακας, βορικό, βορικό νάτριο
- взъерошиться στα ελληνικά - τρίχα, ανατριχιάζω, ανακατώνω, θέτω εις αταξία, τραβώ απροσεκτώς
- воспроизводимый στα ελληνικά - ανανεώσιμος, αναπαραγώγιμος, αναπαραγώγιμη, αναπαραγώγιμα, αναπαραγώγιμο, αναπαραγώγιμες
Τυχαίες λέξεις
Простор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρος, μέρος, διάστημα, εμβέλεια, πλάτος, φάσμα, δωμάτιο, ελευθερία, χώρος, περιοχή, διακυμαίνομαι, παίζω, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν
Μεταφράσεις: εύρος, μέρος, διάστημα, εμβέλεια, πλάτος, φάσμα, δωμάτιο, ελευθερία, χώρος, περιοχή, διακυμαίνομαι, παίζω, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, παίξουν