Пространный στα ελληνικά
Μετάφραση: пространный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεράστιος, απίθανος, άφθονος, χοντρός, αισχρός, διεξοδικός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, εκτεταμένος, απέραντος, πρόστυχος, αρκετός, μεγάλος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акушерка στα ελληνικά - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
- быстроногий στα ελληνικά - νηοπομπή, στόλος, στόλο, στόλου, του στόλου, στόλων
- вознесение στα ελληνικά - παρουσίαση, φουσκώνω, ανάβαση, πρήζω, εξογκώνω, ανάληψη, Αναλήψεως, ...
- дошкольный στα ελληνικά - προσχολικός, προσχολική, προσχολικής, προσχολικής ηλικίας, παιδιά προσχολικής
Τυχαίες λέξεις
Пространный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεράστιος, απίθανος, άφθονος, χοντρός, αισχρός, διεξοδικός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, εκτεταμένος, απέραντος, πρόστυχος, αρκετός, μεγάλος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Μεταφράσεις: τεράστιος, απίθανος, άφθονος, χοντρός, αισχρός, διεξοδικός, ακαθάριστος, πρωτεύουσα, εκτεταμένος, απέραντος, πρόστυχος, αρκετός, μεγάλος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο