Просуществовать στα ελληνικά
Μετάφραση: просуществовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελευταίος, υπάρχω, υπομένω, αντέχω, ζω, διαρκώ, φτουρώ, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всхлипывать στα ελληνικά - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
- выгнуть στα ελληνικά - καμπύλη, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, αψίδα, γέρνω, κυρτώνω, ...
- глушит στα ελληνικά - καταστέλλει, καταργεί, καταστέλλει την
- драхма στα ελληνικά - δραχμή, δραχμής, δραχμών, δραχμές, της δραχμής
Τυχαίες λέξεις
Просуществовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελευταίος, υπάρχω, υπομένω, αντέχω, ζω, διαρκώ, φτουρώ, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Μεταφράσεις: τελευταίος, υπάρχω, υπομένω, αντέχω, ζω, διαρκώ, φτουρώ, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν