Λέξη: ανθρώπινος
Σχετικές λέξεις: ανθρώπινος
ανθρώπινος εγκέφαλος, ανθρώπινος σκελετός, ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινος καταπέλτης – η νέα μόδα που απογειώνει.. (βίντεο), ανθρώπινος στόχος, ανθρώπινος υπολογιστής, ανθρώπινος νους, ανθρώπινος πόνος και υπαρξιακός προβληματισμός, ανθρώπινος άνθρωπος, ανθρώπινος πόνος
Μεταφράσεις: ανθρώπινος
ανθρώπινος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
human, humane
ανθρώπινος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humano, humana, humanos, humanas, ser humano
ανθρώπινος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einzelwesen, mensch, menschlich, individuum, human, einzelperson, person, Mensch, menschlichen, Menschen, menschliche
ανθρώπινος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personne, homme, individu, humain, humaine, humaines, humains
ανθρώπινος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umano, umana, umani, umane, dell'uomo
ανθρώπινος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
zumbir, pessoa, indivíduo, personagem, humano, sujeito, zumbido, humana, humanos, humanas, homem
ανθρώπινος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
personage, snuiter, menselijk, sujet, vent, persoon, enkeling, individu, knul, kerel, menselijke, mens, de menselijke, de mens
ανθρώπινος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
личный, личность, общечеловеческий, людской, подручный, персона, человечий, человек, человеческий, люди, человеческая, человеческим, человеком
ανθρώπινος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
menneske, individ, menneskelig, menneskelige, human
ανθρώπινος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mänsklig, människa, humant, humana, mänskligt
ανθρώπινος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkilö, yksilö, inhimillinen, ihminen, ihmisen, ihmisten, ihmisoikeuksien, ihmisille, inhimillisen
ανθρώπινος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
menneskelig, menneske, human, menneskelige, menneskers
ανθρώπινος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lidský, člověk, lidské, lidská, lidských
ανθρώπινος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łudzenie, człowiek, człowieczy, ludzki, człowieka, ludzkie, ludzkiego
ανθρώπινος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberi, az emberi, humán, ember, emberek
ανθρώπινος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birey, insan, Human, nsan, insani
ανθρώπινος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
люди, людський, людина, осіб, чоловік, людей
ανθρώπινος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njerëzor, njeri, njerëzore, njeriut, e njeriut
ανθρώπινος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човешка, човешко, човек, човешки, човешкото, човешкия
ανθρώπινος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек
ανθρώπινος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inimlik, inimene, inim-, inimese, inimeste, inimõiguste
ανθρώπινος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čovječju, ljudska, ljudskog, čovječji, ljudski, ljudsko, čovjek, humani
ανθρώπινος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
manna, mönnum, mannleg, mannlegur, mannlegt
ανθρώπινος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmogiškas, žmogus, žmonija, žmogaus, žmonių, žmogiškųjų, žmonėms
ανθρώπινος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēks, cilvēcisks, cilvēka, cilvēku, cilvēkiem, cilvēkam
ανθρώπινος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
човечки, човековите, човекови, човечките, човечкиот
ανθρώπινος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uman, om, omenesc, umane, umană, omului
ανθρώπινος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
človek, človeški, človekova, človeška, človeško
ανθρώπινος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
človek, osoba
Τυχαίες λέξεις