Протаптывать στα ελληνικά

Μετάφραση: протаптывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα
Протаптывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесполый στα ελληνικά - νεκρό, ουδέτερος, άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • валка στα ελληνικά - κόβω, έπεσα, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
  • выпиливать στα ελληνικά - πριονίζω, γλύφω, σκαλίζω, είδα, πριόνι, λαξεύω, κόβω, ...
  • грамотность στα ελληνικά - αρμοδιότητα, αλφαβητισμού, παιδεία, γραμματισμού, παιδείας, γραμματισμός
Τυχαίες λέξεις
Протаптывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα