Процеживать στα ελληνικά

Μετάφραση: процеживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζόρι, τεντώνω, διηθώ, φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Процеживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арендовать στα ελληνικά - νοικάρης, έχω, παίρνω, νοίκι, ενοίκιο, νοικιάζω, εκμίσθωση, ...
  • выслушивать στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
  • вытерпеть στα ελληνικά - πάσχω, υποστηρίζω, παθαίνω, υπομένω, γεννώ, αντέχω, κρατώ, ...
  • грабитель στα ελληνικά - φυγάς, πειρατής, ληστής, ληστή, κλέφτης, ο ληστής, ληστρική
Τυχαίες λέξεις
Процеживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζόρι, τεντώνω, διηθώ, φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους