Прошедший στα ελληνικά

Μετάφραση: прошедший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρελθόν, τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Прошедший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возлежание στα ελληνικά - θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
  • воровать στα ελληνικά - σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, ...
  • выделяться στα ελληνικά - διαπρέπω, υπερακοντίζω, ξεχωρίζουν, ξεχωρίζει, να ξεχωρίζει, ξεχωρίσει, διακρίνονται
  • вяленый στα ελληνικά - λιαστές, λιαστό, λιαστή, αποξηραμένες στον ήλιο, τις αποξηραμένες στον ήλιο
Τυχαίες λέξεις
Прошедший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρελθόν, τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων