Псаломщик στα ελληνικά
Μετάφραση: псаломщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, αναγνώστης, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
![Псаломщик στα ελληνικά Псаломщик στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-31401.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возмущать στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, οργή, κρούση, προσβολή, προπηλακίζω, διαταράσσω, ...
- гвинеец στα ελληνικά - Γουινέας, της Γουινέας, Γουϊνέας, της Γουϊνέας
- глобальный στα ελληνικά - παγκόσμια, παγκόσμιες, παγκόσμιο, παγκόσμιας, παγκόσμιων
- детерминизм στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Псаломщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, αναγνώστης, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
Μεταφράσεις: ακόλουθος, αναγνώστης, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως