Псаломщик στα ελληνικά

Μετάφραση: псаломщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, αναγνώστης, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
Псаломщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возмущать στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, οργή, κρούση, προσβολή, προπηλακίζω, διαταράσσω, ...
  • гвинеец στα ελληνικά - Γουινέας, της Γουινέας, Γουϊνέας, της Γουϊνέας
  • глобальный στα ελληνικά - παγκόσμια, παγκόσμιες, παγκόσμιο, παγκόσμιας, παγκόσμιων
  • детерминизм στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Псаломщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, αναγνώστης, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως