Пуансон στα ελληνικά
Μετάφραση: пуансон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεζάρω, σμίλη, αποθνήσκω, κέρμα, καλέμι, πεθάνω, λαξεύω, γρονθοκοπώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воскликнуть στα ελληνικά - αναφωνώ, αναφωνήσει, να αναφωνήσει, αναφωνούσε, exclaim
- въезжать στα ελληνικά - μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
- выгонка στα ελληνικά - φόδρα, απόσταξη, απόσταξης, αποστάξεως, την απόσταξη, η απόσταξη
- газировка στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
Τυχαίες λέξεις
Пуансон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεζάρω, σμίλη, αποθνήσκω, κέρμα, καλέμι, πεθάνω, λαξεύω, γρονθοκοπώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Μεταφράσεις: τεζάρω, σμίλη, αποθνήσκω, κέρμα, καλέμι, πεθάνω, λαξεύω, γρονθοκοπώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά