Пулемет στα ελληνικά
Μετάφραση: пулемет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαφλατάς, πιστόλι, πολυλογάς, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- борей στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, Βορέα, Βορέας, τον Βορέα, Boreas, ο Βορέας
- выскочка στα ελληνικά - μανιτάρι, νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
- вытеснить στα ελληνικά - αντικαθιστώ, εκτοπίζουν, εκτοπίσει, μετατοπίσει, εκτοπίζει, εκτοπίσουν
- жеманство στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Τυχαίες λέξεις
Пулемет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαφλατάς, πιστόλι, πολυλογάς, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις: φαφλατάς, πιστόλι, πολυλογάς, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού