Πιστόλι στα ρωσικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ружье, ружьё, артиллерист, пушка, орудие, пулемет, пистолет, пушки, оружие
Πιστόλι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας ρωσικά, πιστόλι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα ρωσικά - доводить, доказывать, удостоверять, свидетельствовать, твердить, заверять, удостоверить, ...
  • πιστωτής στα ρωσικά - кредитор, заимодавец, кредитором, кредитора, кредитору, кредиторов
  • πιστόνι στα ρωσικά - пистон, поршень, клапан, плунжер, поршня, поршневой, поршневые, ...
  • πιστός στα ρωσικά - добросовестный, привязчивый, благочестивый, лояльный, преданный, искренний, истинный, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: ружье, ружьё, артиллерист, пушка, орудие, пулемет, пистолет, пушки, оружие