Пустота στα ελληνικά

Μετάφραση: пустота, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, κοιλότητα, υπόκωφος, κούφιος, κενό, τρύπα, κοίλος, κενός, άκυρος, άκυρη, άκυρα
Пустота στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автономный στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
  • брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
  • булатный στα ελληνικά - χάλυβας, ατσάλι, ατσαλένιος, δαμασκός, δαμασκηνό, damask, δαμασκηνά, ...
  • доисторический στα ελληνικά - προϊστορικός, προϊστορική, προϊστορικά, προϊστορικούς, προϊστορικό
Τυχαίες λέξεις
Пустота στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, κοιλότητα, υπόκωφος, κούφιος, κενό, τρύπα, κοίλος, κενός, άκυρος, άκυρη, άκυρα