Λέξη: δραστήριος

Σχετικές λέξεις: δραστήριος

δραστήριος μετάφραση, δραστήριος αντώνυμο, δραστήριος στα αγγλικά, δραστήριος συνώνυμα

Συνώνυμα: δραστήριος

δηκτικός, ευκίνητος, σβέλτος, τσουχτερός, ενεργός, δρων, ενεργητικός, ζόρικος, σθεναρός, δυνατός, ικανός, αποδοτικός, αποτελεσματικός

Μεταφράσεις: δραστήριος

δραστήριος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
active, energetic, vigorous, pushing, an active

δραστήριος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enérgico, dinámico, activo, activa, activos, activas, activamente

δραστήριος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingeschaltet, aktiv, wirksam, energetisch, rege, energisch, tätig, aktiven, aktive, aktiver

δραστήριος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sémillant, agissant, actif, vif, dispos, animé, mouvementé, vivant, allègre, vivace, alerte, énergique, agile, allant, allume, actifs, actives, activement, activité

δραστήριος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivo, arzillo, energico, attiva, attivi, attive, attività

δραστήριος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diligente, inimigo, energético, activo, enérgico, ativo, activa, ativa, ativos

δραστήριος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ferm, flink, werkdadig, energiek, werkend, bedrijvig, krachtig, actief, levendig, werkzaam, actieve, werkzame, actief is, actief zijn

δραστήριος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
энергичный, подвижный, оперативный, действующий, активный, распорядительный, напористый, кадровый, энергетический, действенный, жизнедеятельный, самодеятельный, деятельный, живой, бодрый, активным, активное, активно, активной

δραστήριος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
virksom, energisk, aktiv, aktive, aktivt, virke, aktivert

δραστήριος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
energisk, aktiv, verksam, aktiva, aktivt, verksamma, verksamt

δραστήριος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
touhukas, tomera, työteliäs, ponteva, toimiva, toimen, toimekas, ripeä, toimelias, aktiivinen, sinnikäs, energinen, aktiiviseen, aktiivisen, aktiivista, aktiivisesti

δραστήριος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktiv, virksom, aktive, aktivt

δραστήριος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účinný, působivý, čilý, rázný, činný, aktivní, energický, účinná, aktivním, činné, aktivního

δραστήριος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czynny, dynamiczny, energetyczny, żywy, energiczny, sprężysty, aktywny, realny, aktyw, ruchliwy, aktywne, aktywna, aktywnych

δραστήριος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aktív, az aktív, hatóanyagot, aktívan, hatóanyag

δραστήριος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aktif, enerjik, faal, etkin, aktif bir, etken, olarak aktif

δραστήριος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самодіяльний, енергійний, енергетичний, активний, ввімкнути, активне, активна

δραστήριος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
energjik, aktiv, aktive, aktivë

δραστήριος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активен, активно, активното, активна, активната

δραστήριος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актыўны, актыўная

δραστήριος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiivne, toimekas, energiline, tarmukas, aktiivse, aktiivset, aktiivsete, aktiivselt

δραστήριος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aktivnog, stvaran, živ, aktivno, radan, aktivnima, energičan, energetski, aktivan, aktivna, Active, aktivni

δραστήριος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
starfsamur, virk, virka, virkt, virkur, virkir

δραστήριος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
strenuus

δραστήριος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktyvus, energingas, veiklus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia

δραστήριος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbīgs, aktīvs, efektīvs, iedarbīgs, aktīvi, aktīvā, aktīva, aktīvo

δραστήριος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активен, активни, активна, активно, активните

δραστήριος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
activ, activă, activa, activi

δραστήριος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktivní, aktivna, aktiven, aktivni, aktivno, dejavna

δραστήριος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
energický, energetický, aktívny, aktívna, aktívne, aktívnej, aktívnu
Τυχαίες λέξεις