Пустяк στα ελληνικά
Μετάφραση: пустяк, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιαφορία, άχυρο, πραγματάκι, βλακείες, ανοησίες, καλαμάκι, παιχνίδι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, το μικροπράγμα, παίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- близорукость στα ελληνικά - μυωπικός, μυωπία, μυωπίας, της μυωπίας, η μυωπία, τη μυωπία
- впрыснуть στα ελληνικά - εισάγω, εμφυσώ, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος
- вскипятить στα ελληνικά - βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
- десятисложный στα ελληνικά - desyatislozhny
Τυχαίες λέξεις
Пустяк στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιαφορία, άχυρο, πραγματάκι, βλακείες, ανοησίες, καλαμάκι, παιχνίδι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, το μικροπράγμα, παίζω
Μεταφράσεις: αδιαφορία, άχυρο, πραγματάκι, βλακείες, ανοησίες, καλαμάκι, παιχνίδι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, το μικροπράγμα, παίζω