Пыхтеть στα ελληνικά
Μετάφραση: пыхтеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τολύπη, λαχανιάζω, φυσώ, χτύπημα, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα
Μεταφράσεις
- авианосец στα ελληνικά - αεροπλάνο, φορέας, αεροπλανοφόρο, αεροπλανοφόρου, μεταφορέα αεροσκαφών, μεταφορέας αεροσκαφών, το αεροπλανοφόρο
- бельё στα ελληνικά - εσώρουχα, κλινοσκεπάσματα, πλύση, λινός, Εσώρουχα γυναικεία, lingerie, εσωρούχων, ...
- бетон στα ελληνικά - μπετόν, μπετό, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
- воспевать στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, τραγουδώ, άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Пыхтеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τολύπη, λαχανιάζω, φυσώ, χτύπημα, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα
Μεταφράσεις: τολύπη, λαχανιάζω, φυσώ, χτύπημα, φούσκα, φύσημα, ρουφηξιά, τζούρα