Ενεργητικό στα αγγλικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asset, assets, active, energetic, the assets
Ενεργητικό στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, ενεργητικό στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα αγγλικά - intimate, inmost, inward
  • ενεργά στα αγγλικά - actively, active, is actively, are actively, an active
  • ενεργητικός στα αγγλικά - energetic, active
  • ενεργοποίηση στα αγγλικά - activation, actuation, activate, activating, activated
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: asset, assets, active, energetic, the assets