Λέξη: φίλος

Σχετικές λέξεις: φίλος

φίλος ονειροκρίτης, φίλος κρίτων, φίλος είναι αυτός, φίλος παραθετικά, φίλος του ηρακλή, φίλος είναι εκείνος που ξέρει τα πάντα για σένα και εξακολουθεί να σε αγαπάει, φίλος είναι, φίλος μεν πλάτων φιλτέρα δε ἀλήθεια, φίλος ετυμολογία, φίλος φιλμ

Συνώνυμα: φίλος

ημερομηνία, χρονολογία, συνέντευξη, ραντεβού, φιλενάδα, φίλη, σύντροφος, συνοδός, οδηγός εγχειρίδιο, ταίρι

Μεταφράσεις: φίλος

φίλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chum, pal, friend, boyfriend, a friend, friend of, friends

φίλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cumpa, amigo, compañero, condiscípulo, amiga, amigos, un amigo, amigo de

φίλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
quäker, kumpel, kumpan, verbündete, bekannte, kamerad, freund, freundin, partner, Freund, Freund senden, Freundin, Freunde, Freundes

φίλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
copain, camarade, collègue, amie, allié, partenaire, copine, ami, pote, quaker, compagnon, amis, un ami

φίλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compagno, amico, camerata, amica, amici, un amico, all'amico

φίλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexta-feira, companheiro, amiga, amigo, camarada, um amigo

φίλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vriend, kornuit, maat, kameraad, vriendin, makker, friend

φίλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кореш, соучастник, сотоварищ, друг, братец, дружок, приятельница, товарищ, дружить, товарка, приятель, подруга, другом, друга, другу

φίλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kompis, kamerat, venn

φίλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vän, kamrat, kompis, en vän

φίλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kamu, tuttava, ystävä, toveri, frendi, kaveri, tuttu, liittolainen, kaverille, ystävälle, ystävällesi, ystäväni

φίλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ven, kammerat, veninde, venner

φίλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přítel, kámoš, kumpán, kamarád, známému, přítelem, příteli

φίλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towarzysz, kolega, pobratymiec, kamrat, przyjaciel, kum, kompan, kumpel, znajomy, znajomym, przyjacielem

φίλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barát, pajtás, haver, jóakaró, barátjának, barátja, barátom, ismerősének

φίλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arkadaş, dost, müttefik, Arkadaşına, arkadaşa, arkadaşım, arkadaşı

φίλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приятель, товаришувати, друг, товариш, товаришка, дружити, один, одне, одна

φίλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mik, shoqe, shok, miku, shoku, mik i

φίλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приятеля, приятел, приятелка, приятели

φίλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзін, сябар, адно, адна, сябра

φίλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kveeker, sõber, kaaslane, sõbrale, oma sõbrale, postiga oma sõbrale, sõbraks

φίλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijatelj, drugar, prijateljica, drug, prijatelju, prijatelja, prijatelji

φίλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinur, vin, vini, vinkona

φίλος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amicus, collega

φίλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draugas, bičiulis, draugui, friend, draugo, draugu

φίλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
draugs, biedrs, labvēlis, draugam, draugu, friend, drauga

φίλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пријателот, пријател, пријатели, другар, пријателка

φίλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prieten, amic, prietenul, prietenului, prieteni, prietena

φίλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znam, prijatelj, partner, prijateljica, prijatelju, prijatelja, prijatelje

φίλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priateľka, partner, kamarát, kamaráť, priate, priateľ, priatel

Στατιστικά δημοτικότητας: φίλος

Τυχαίες λέξεις