Работник στα ελληνικά
Μετάφραση: работник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, επανδρώνω, γρύλος, εργάτης, άνθρωπος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспристрастно στα ελληνικά - ακριβοδίκαια, αρκετά, δίκαια, αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, ...
- богохульный στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημη, βλάσφημες, βλάσφημα
- былой στα ελληνικά - παρελθόν, πρώην, περασμένος, πρότερον, πάλαι ποτέ, τον πρώην
- гномон στα ελληνικά - στύλος, ύφος, γνώμων, γνώμονα, ΓΝΩΜΩΝ, gnomon, γνώμονας
Τυχαίες λέξεις
Работник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, επανδρώνω, γρύλος, εργάτης, άνθρωπος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Μεταφράσεις: άνδρας, επανδρώνω, γρύλος, εργάτης, άνθρωπος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο