Λέξη: γάιδαρος

Σχετικές λέξεις: γάιδαρος

γάιδαρος ζορμπάς, γάιδαρος mazoo, γάιδαρος γλυφαδα, γάιδαρος ζουζουνια, γάιδαρος ονειροκρίτης, γάιδαρος μακαρονάδα, γάιδαρος αγία παρασκευή, γάιδαρος με μεγάλα αυτιά, γάιδαρος που μιλάει, γάιδαρος φωτογραφίες, πεισματάρης γάιδαρος, ο πεισματάρης γάιδαρος

Συνώνυμα: γάιδαρος

κώλος, όνος, βλάκας, χαϊβάνι, ζώο

Μεταφράσεις: γάιδαρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ass, donkey, burro, pot calling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
burro, culo, asno
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
esel, arsch, dummkopf, Arsch, Esel, ass, Hintern, den Arsch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
niais, baudet, jobard, âne, sot, derrière, poire, idiot, aliboron, cul, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciocco, ciuco, culo, asino, ass, sedere, il culo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
burro, bunda, cu, asno, traseiro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ezel, aars, kont, ass, kontje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ишак, осел, осёл, задница, задницу, осла, задницы
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
esel, ass, ræva, rumpa, rumpe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åsna, ass, röv, röven, rumpa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pano, aasi, perse, ass, perseeseen, arse
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
æsel, røv, ass, røven, rřv
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlupák, zadnice, osel, prdel, zadek, ass, zadku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dupa, osioł, głupek, tyłek, zadek, tępak, ass, arse
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szamár, segg, ass, seggét, segged
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göt, eşek, ass, kıçını, kıç
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осел, віслюк, осів
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bythë, gomar, ass, gomari, gomar i, gomarin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задник, магаре, задника, магарето, осел
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асёл, асеў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagumik, eesel, perse, ass, perset
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glupak, magarac, guzica, glupan, dupe, magarca, ass
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rass, rassinn, asna, asni, rassinn á
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
asinus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asilas, ass, Oslas, osła, asilo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēzelis, ass, dibens, ēzeļa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
газ, задник, задникот, магаре, газот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măgar, cur, fundul, fund, în fund
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
číslo, rit, osel, ass, riti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zadnice, číslo, prdel, zadok, riť, Pohlavia Prdel, ri

Στατιστικά δημοτικότητας: γάιδαρος

Τυχαίες λέξεις