Работорговец στα ελληνικά
Μετάφραση: работорговец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, σιαλίζων, σιαλίζω, δουλέμπορος, σαλιώνω, δουλεμπόρων
![Работорговец στα ελληνικά Работорговец στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-31705.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- браковщик στα ελληνικά - ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
- веровать στα ελληνικά - πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
- взаимосвязь στα ελληνικά - σχέση, συσχέτιση, επικοινωνία, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, ...
- двухчасовой στα ελληνικά - δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο
Τυχαίες λέξεις
Работорговец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, σιαλίζων, σιαλίζω, δουλέμπορος, σαλιώνω, δουλεμπόρων
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, σιαλίζων, σιαλίζω, δουλέμπορος, σαλιώνω, δουλεμπόρων