Работорговец στα ελληνικά

Μετάφραση: работорговец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, σιαλίζων, σιαλίζω, δουλέμπορος, σαλιώνω, δουλεμπόρων
Работорговец στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • браковщик στα ελληνικά - ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
  • веровать στα ελληνικά - πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
  • взаимосвязь στα ελληνικά - σχέση, συσχέτιση, επικοινωνία, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, ...
  • двухчасовой στα ελληνικά - δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο
Τυχαίες λέξεις
Работорговец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, σιαλίζων, σιαλίζω, δουλέμπορος, σαλιώνω, δουλεμπόρων