Работящий στα ελληνικά

Μετάφραση: работящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, εργατικοί, εργατικό, εργατικούς, εργατικές
Работящий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесценный στα ελληνικά - ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
  • внеаудиторный στα ελληνικά - μισής ημέρας, μισής ημέρας άδειας την, μισής ημέρας άδειας
  • выкуривать στα ελληνικά - περατώνω, τερματισμός, καπνίζω, τέλος, καπνός, καπνοί, τελειώνω, ...
  • гонщик στα ελληνικά - αναβάτης, δρομεύς, Racer, δρομέας, αγωνιστικό, δρομέα
Τυχαίες λέξεις
Работящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, εργατικοί, εργατικό, εργατικούς, εργατικές