Λέξη: μαλακώνω

Συνώνυμα: μαλακώνω

υποχωρώ, μαλάσσομαι, κάμπτομαι, λειαίνω, μαλάσσω, απαλύνω, καλμάρω, πραΰνω, καταπραΰνω, βάπτω χαλύβα, συγκιρνώ, μετριάζω, καθησυχάζω, ειρηνεύω, εξευμενίζω

Μεταφράσεις: μαλακώνω

μαλακώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soften, placate, soothe, relent, temper

μαλακώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ablandar, suavizar, endulzar, ablandarse, suavizar la, reblandecer

μαλακώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mildern, dämpfen, erweichen, aufweichen, zu erweichen

μαλακώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
radoucir, amollissons, attendrir, attendrissent, atténuer, adoucissent, amollissez, attendrissons, amortir, s'adoucir, fléchir, mollir, estomper, attendris, adoucissons, adoucir, ramollir, assouplir

μαλακώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammollire, calmare, ammorbidire, intenerire, addolcire, attenuare, ammorbidire la, ammorbidirsi

μαλακώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrandar, macio, amaciar, amolecer, suavizar, amenizar, atenuar

μαλακώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzachten, te verzachten, zacht, zachter, verzacht

μαλακώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обмякнуть, услаждать, размякать, скрашивать, размягчиться, упаривать, мягчить, смягчиться, размякнуть, умягчать, смягчать, смягчить, размягчить, смягчаться, размягчаться, отжигать, смягчают, смягчит, смягчает

μαλακώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mykne, myke opp, mildne, bløt, myke

μαλακώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjukna, mjuka, mjuka upp, mildra, mjuknar

μαλακώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pehmustaa, hillitä, pehmentää, vaimentaa, pehmentämään, pehmentävät, pehmetä, pehmentämiseksi

μαλακώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blødgøre, at blødgøre, bløde, blødgør, blødgøres

μαλακώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ztlumit, zjemnit, zmírnit, měknout, změknout, změkčit, obměkčit, měkčit, povolit, zženštit, změkčení

μαλακώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łagodzić, mięknąć, zmiękczyć, zmiękczać, złagodzić, zmięknąć

μαλακώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
enyhül, tompítsa, lágyítja, megpuhuljon, lágyítására

μαλακώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yumuşatmak, yumuşatır, yumuşatmaya, yumuşamaya, yumuşatılması

μαλακώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пом'якшити, пом'якшувати, пом'якшіться, зм'якшувати, пом'якшуватиме

μαλακώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbut, zbutur, të zbutur, zbusë, zbutjen

μαλακώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размеквам, смекчи, омекоти, омекотяват, омекне

μαλακώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змякчаць, змягчаць, зьмякчаць, аслабляць

μαλακώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pehmendama, pehmendada, pehmendamiseks, pehmendab, pehmendavad

μαλακώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smekšati, umekšati, omekšati, ublažiti, ublažio, omekšavaju

μαλακώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blíðka, mýkja, draga, að mýkja, milda, veikjast

μαλακώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suminkštinti, sušvelninti, minkština, švelnina, minkštinti

μαλακώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkstināt, mīkstina, mīkstinātu, mīkstinās, mazināt

μαλακώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
омекне, омекнат, омекнуваат, ублажи, го ублажи

μαλακώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înmuia, înmoaie, se înmoaie, atenua, îndulci

μαλακώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmehča, zmehčajo, mehčanje, omehčati, omehča

μαλακώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmäkčiť, tlmiť, zmäknúť
Τυχαίες λέξεις