Λέξη: τρυπάνι

Σχετικές λέξεις: τρυπάνι

τρυπάνι για κοσμήματα, τρυπάνι κοβαλτίου, τρυπάνι για ξύλο, τρυπάνι εδάφουσ, τρυπάνι forstner, τρυπάνι για πλακάκια, τρυπάνι για γυαλί, τρυπάνι για τετράγωνες τρύπες, τρυπάνι χειρός, τρυπάνι ξύλου

Συνώνυμα: τρυπάνι

κομμάτι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο, άσκηση, δράπανο, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα, τρύπανο, τρυπάνι χειροκίνητο, σουβλερός, κοκτέηλ βότκας, τζίν με λεμονάδα

Μεταφράσεις: τρυπάνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
auger, drill, bit, drill bit, drilled
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrena, taladro, broca, ejercicio, taladradora, perforadora
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
förderschnecke, bohrer, einzugsschnecke, Bohrer, Bohrmaschine, Drill, bohren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tarière, vrille, foret, perceuse, semoir, foreuse, exercices
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trivella, succhiello, trapano, trivello, drill, punta, seminatrice
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
broca, furadeira, de perfuração, drill, broca de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boor, boormachine, boren, drill, zaaimachine
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бурав, бур, сверло, дрель, сверла, бурильной, упражнение
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bor, drill, bore, boret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borr, borra, borren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pora, kaira, poraa, drill, poran, porata
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bore, drill, bor, boret, boremaskine
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nebozez, vrták, vrtačka, cvičení, vrtací, drill
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świder, wiertarka, wiertło, ćwiczenie, wiercić
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fúró, ácsfúró, kanálfúró, csapfúró, talajfúró, fúrószerszám, földfúró, Drill, vetőgép, fúrógép, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
matkap, sondaj, delme, matkabı, drill
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свердло, бурав, свердел, дриль, дрель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stërvitje, Stërvitja, stërvitje e, stërvitje të, Stërvitja e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бормашина, тренировка, пробиване, сонда, учение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дрыль, дрель
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oherdi, lusikpuur, tigupuur, drill, puurida, külvik, Külviku, puurvardad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bušilica, vježba, drill, bušilice, za bušenje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bora, bor, borinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grąžtas, gręžimo, drill, audra, sėjamoji
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
urbt, urbis, drill, urbšanas, urbjmašīna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вежба, вежбата, бормашина, дупчалка, воена вежба
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
burghiu, semănătoare, de foraj, drill, exercițiu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drill, vaja, vrtalnik, sveder, vrtalne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrták, vŕtačka, vrtačka, vŕtací
Τυχαίες λέξεις