Разделять στα ελληνικά
Μετάφραση: разделять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανέμω, μοιράζομαι, χωριστός, διαιρώ, μερίδα, ξεχωριστός, διχάζω, κόβω, διανέμω, μοιράζω, κλήρος, ιδιαίτερος, μερίδιο, αποκόβω, χωρίζω, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоколонна στα ελληνικά - παράλαση αυτοκινήτων, αυτοκινητοπομπή, η αυτοκινητοπομπή, αυτοκινητοπομπή του, η αυτοκινητοπομπή του
- акула-людоед στα ελληνικά - άνθρωπος, ο άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρας, άνδρα
- бурмистр στα ελληνικά - θαλαμηπόλος, οικονόμος, επιστάτης, δήμαρχος, Steward, επόπτης, οικονόμου, ...
- высотный στα ελληνικά - ψηλός, υψόμετρο, ύψος, υψομέτρου, ύψους, το υψόμετρο
Τυχαίες λέξεις
Разделять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανέμω, μοιράζομαι, χωριστός, διαιρώ, μερίδα, ξεχωριστός, διχάζω, κόβω, διανέμω, μοιράζω, κλήρος, ιδιαίτερος, μερίδιο, αποκόβω, χωρίζω, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις: κατανέμω, μοιράζομαι, χωριστός, διαιρώ, μερίδα, ξεχωριστός, διχάζω, κόβω, διανέμω, μοιράζω, κλήρος, ιδιαίτερος, μερίδιο, αποκόβω, χωρίζω, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο