Λέξη: αγωνιώ
Σχετικές λέξεις: αγωνιώ
αγωνιώ αγγλικά, αγωνιώ κλίση
Μεταφράσεις: αγωνιώ
αγωνιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anguish, be in agony, be in anguish, agonize
αγωνιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
congoja, angustia, miedo, estar en, estar, estará en
αγωνιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzweiflung, verwunden, qual, pein, kummer, verletzen, angst, werden, sein, ist, können
αγωνιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anxiété, supplice, angoisse, douleur, tourment, mal, angoissons, angoissez, peine, martyre, angoisser, angoissent, torture, être, est, se, avoir, sera
αγωνιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tormento, cordoglio, angoscia, pena, essere, è, sia, in, sarà
αγωνιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
angústia, ânsia, transe, estar em, ser, estar no, estar na, estar
αγωνιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
angst, zielsangst, beklemming, smart, benauwdheid, zijn, worden, te zijn, te, is
αγωνιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
томительность, страдание, надрыв, мука, кручина, тоска, боль, пытка, быть, будет, бы, иметь, стать
αγωνιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pine, angst, kval, være, bli, er, være i, å være
αγωνιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smärta, ångest, vara, bli, att, är, finnas
αγωνιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdistus, hätä, piinata, piina, tuska, olla, on, oltava, olevan, olemaan
αγωνιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
angst, være, er, blive, være i, skal
αγωνιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bolest, trýzeň, úzkost, trápení, muka, se, být, bude, je, mít
αγωνιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lęk, boleść, udręka, cierpienie, męka, ból, udręczenie, konał
αγωνιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legyen, lennie, lehet, kell, lesz
αγωνιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, acı içinde, bir acı içinde
αγωνιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біль, страждання, бути, можливо
αγωνιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të jenë, të jetë, jetë i, jenë të, jetë e
αγωνιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
да бъде, е, бъде, да, се
αγωνιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
быць у
αγωνιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ängistus, ahastus, olema, olla, on, oleks, tuleb
αγωνιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mučiti, mučenje, muka, bol, biti u, biti, biti na, će u
αγωνιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vera í, að vera í, vera, verið í, vera á
αγωνιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skausmas, smarkus, būti, turėti
αγωνιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būt, jābūt, būtu, ir, par
αγωνιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
да биде, биде, се, да бидат, да
αγωνιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chin, fie, fi, să fie, este, să
αγωνιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
muka, biti, je, se, bo, bilo
αγωνιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úzkosť, muka, sa, so, s
Τυχαίες λέξεις