Раскалываться στα ελληνικά
Μετάφραση: раскалываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχίζω, διχοτομία, μοίρα, σκίζω, μοιράζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арийский στα ελληνικά - Άρια, Aryan, Άριας, Άριος, Άρεια
- выторговывать στα ελληνικά - αποκτώ, προμηθεύομαι, απολαβή, chaffer
- гладкий στα ελληνικά - καλοφτιαγμένος, άπταιστος, ατάραχος, χόνδρος, ίσος, σκέτος, κάμπος, ...
- домой στα ελληνικά - σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Τυχαίες λέξεις
Раскалываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχίζω, διχοτομία, μοίρα, σκίζω, μοιράζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Μεταφράσεις: σχίζω, διχοτομία, μοίρα, σκίζω, μοιράζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη